Η χολίνη είναι ένα από τα πιο απαραίτητα θρεπτικά συστατικά που χρειάζεται ο οργανισμός. Δε θεωρείται βιταμίνη αλλά κάποιες φορές συμπεριλαμβάνεται στο σύμπλεγμα των βιταμινών Β λόγω της ομοιότητάς της με αυτές τις βιταμίνες.
Η χολίνη και οι μεταβολίτες της εξυπηρετούν ζωτικές βιολογικές λειτουργίες. Επηρεάζουν τη λειτουργία του ήπατος, του εγκεφάλου, την κίνηση των μυών, το νευρικό σύστημα και το μεταβολισμό.
Το 1998, το Institute of Medicine, στις ΗΠΑ, αναγνώρισε τη χολίνη ως απαραίτητο θρεπτικό συστατικό. Ωστόσο δεν θεωρείται βιταμίνη γιατί ο οργανισμός φτιάχνει κάποια ποσότητα στο ήπαρ με τη μορφή της φωσφατιδυλχολίνης (λεκιθίνης), ένα φωσφολιπίδιο που περιέχει χολίνη και εναποτίθεται στις μεμβράνες των κυττάρων. Αλλά μερικές φορές η χολίνη ομαδοποιείται στο σύμπλεγμα των βιταμινών Β λόγω των ομοιότητάς της με αυτές τις βιταμίνες.
Να σημειωθεί ότι ενώ ο όρος φωσφατιδυλοχολίνη χρησιμοποιείται χημικά ως εναλλακτικός της λεκιθίνης, εμπορικά έχουν διαφορετική σημασία. Η λεκιθίνη του εμπορίου είναι ένα μείγμα λιπιδίων που μπορεί να περιέχει από 10% έως 90% φωσφατιδυλοχολίνη. Η χολίνη αποτελεί περίπου το 15% του βάρους της φωσφατιδυλοχολίνης. [1]
Συνιστώμενη πρόσληψη και βασικές ιδιότητες
Το 2016, η Αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) έθεσε ως Συνιστώμενη Ημερήσια Πρόσληψη τα 550 mg την ημέρα για τους άνδρες και τα 425 mg για τις γυναίκες (450 mg για τις έγκυες και 550 mg για τις θηλάζουσες). Το ανώτατο ημερήσιο ασφαλές όριο για τους ενήλικες είναι τα 3.500 mg.
Οι βασικές ιδιότητες της χολίνης είναι:
- Υπάρχει σε πολλά φωσφολιπίδια τα οποία απαρτίζουν τις μεμβράνες (κυτταρικές, μιτοχονδριακές, κ.α.). Βασικός σκοπός της χολίνης είναι να αποτελέσει μέρος της φωσφατιδυλοχολίνης που είναι το κυρίαρχο φωσφολιπίδιο των κυτταρικών και μιτοχονδριακών μεμβρανών. Επίσης, υπάρχει στη σφιγγομυελίνη που αποτελεί το 10% των φωσφολιπιδίων του εγκεφάλου.
- Απαιτείται για την παραγωγή της ακετυλοχολίνης, ενός νευροδιαβιβαστή που εμπλέκεται στη μνήμη, την κίνηση των μυών και τη ρύθμιση του καρδιακού παλμού.
- Βοηθά (μαζί με τη βιταμίνη Β12 και το φολικό οξύ) σε μια διαδικασία που είναι σημαντική για τη σύνθεση του DNA.
Σε ποιες τροφές βρίσκεται;
Οι μορφές της διαιτητικής πρόσληψης της χολίνης στη βρεφική ηλικία διαφέρουν από αυτές της ενηλικίωσης. Η χολίνη είναι ένα υδατοδιαλυτό μόριο αλλά η λεκιθίνη (βρίσκεται στα αυγά, τη σόγια και άλλες τροφές) είναι λιποδιαλυτή. Η κύρια πηγή χολίνης στα μωρά είναι υδατοδιαλυτής μορφής, μέσω του ανθρώπινου γάλακτος. Αργότερα, η πρόσληψη προέρχεται κυρίως μέσω λιποδιαλυτών μορίων.
Υπάρχει μια ποικιλία τροφών που περιέχουν χολίνη. Τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης έχουν σημαντικά μεγαλύτερη ποσότητα. Η περιεκτικότητα, ανά 100 γραμμάρια, ορισμένων πλούσιων τροφών σε χολίνη είναι [2]:
- Συκώτι βόειου κρέατος: 430 mg.
- Συκώτι κοτόπουλου: 300 mg.
- Αυγό (κρόκος) βρασμένο: 225 mg.
- Βοδινή μπριζόλα: 104 mg.
- Σολομός μαγειρεμένος: 90 mg.
- Στήθος κοτόπουλου: 60 mg.
- Κουνουπίδι: Μισό φλιτζάνι (118 ml) 24,2 mg.
- Αμύγδαλα: 52 mg.
- Μπρόκολο μαγειρεμένο: 40 mg.
- Γάλα 2% λιπαρά: 16 mg.
- Λάδι σόγιας: 1 κουταλιά της σούπας (15 ml) 47,3 mg.
Ως διατροφικό συμπλήρωμα, η χολίνη διατίθεται σε δισκία και κάψουλες, συχνά ως χλωριούχος χολίνη αλλά και ως μέρος της λεκιθίνης.